- ξυλολάτρης
- ξυλολάτρης, ὁ (Μ)(ως προσωνυμία που απέδιδαν οι εικονοκλάστες στους οπαδούς τής λατρείας τών εικόνων) αυτός που λατρεύει τα ξύλα, δηλ. τις εικόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λάτρης (πρβλ. ειδωλο-λάτρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλολατρώ — ξυλολατρῶ, έω (Μ) [ξυλολάτρης] είμαι ξυλολάτρης*, λατρεύω τα ξύλα … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek